- αναπληρώνω
- αναπληρώνω, αναπλήρωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αναπληρώνω — (Μ ἀναπληρώνω, Α ἀναπληρῶ, όω) 1. συμπληρώνω κάτι ελλιπές ή τό αντισταθμίζω με κάτι άλλο 2. παίρνω τη θέση κάποιου προσωρινά ή οριστικά, τόν αντικαθιστώ αρχ. Ι. ενεργ. 1. γεμίζω το κενό μέρος, καλύπτω, συμπληρώνω 2. πληρώνω ολόκληρο το χρηματικό… … Dictionary of Greek
αναπληρώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. συμπληρώνω κάτι που λείπει ή αντικατασταίνω κάτι ή κάποιον με άλλο: Αναπληρώνει τις άλλες ελλείψεις του με την εργατικότητα και την ευσυνειδησία του. 2. εγώ ο ίδιος αντικατασταίνω κάποιον άλλον: Αναπληρώνω το διευθυντή που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντικαθιστώ — κ. αντικατασταίνω (AM ἀντικαθίστημι, ιων. τ. κατίστημι) 1. βάζω κάτι ή κάποιον στη θέση άλλου, αναπληρώνω νεοελλ. αναπληρώνω ο ίδιος κάποιον αρχ. 1. τοποθετώ κάτι εναντίον κάποιου, αντιτάσσω 2. συμπληρώνω 3. επαναφέρω 4. ανασυντάσσω … Dictionary of Greek
συνεξαναπληρώ — όω, Α αναπληρώνω μαζί ή ταυτοχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξαναπληρῶ «αναπληρώνω τελείως, συμπληρώνω»] … Dictionary of Greek
αναγεμίζω — 1. γεμίζω εκ νέου, ξαναγεμίζω 2. αναπληρώνω, συμπληρώνω κάποιο κενό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + γεμίζω. ΠΑΡ. αναγέμιση] … Dictionary of Greek
αναγεμώνω — 1. γεμίζω εκ νέου, αναπληρώνω κάποιο κενό 2. (αμτβ.) γεμίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + γεμώνω] … Dictionary of Greek
ανασηκώνω — (Α ἀνασηκῶ, όω) 1. σηκώνω προς τα επάνω, ανυψώνω 2. (για πράγματα) παίρνω κάτι από κάτω, σηκώνω 3. παραπλανώ, ξελογιάζω αρχ. προσθέτω όσο βάρος λείπει, γίνομαι αντισήκωμα, αναπληρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + σηκώ «ζυγίζω». ΠΑΡ. νεοελλ. ανασήκωμα,… … Dictionary of Greek
ανταναπληρώ — ἀνταναπληρῶ ( όω) (Α) αναπληρώνω, αντικαθιστώ … Dictionary of Greek
αντικαταλλάσσομαι — ἀντικαταλλάσσομαι κ. ττομαι (Α) 1. ανταλλάσσω κάτι με κάτι άλλο 2. δέχομαι κάτι ως αντάλλαγμα 3. αντικαθιστώ, αναπληρώνω 4. συνδιαλ λάσσομαι, συμφιλιώνομαι … Dictionary of Greek
αρχηγεύω — 1. είμαι αρχηγός 2. αναπληρώνω τον αρχηγό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχηγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek